λαδωτήρι
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | λαδωτήρι | τα | λαδωτήρια |
γενική | του | λαδωτηριού | των | λαδωτηριών |
αιτιατική | το | λαδωτήρι | τα | λαδωτήρια |
κλητική | λαδωτήρι | λαδωτήρια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- λαδωτήρι < → λείπει η ετυμολογία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /la.ðoˈti.ɾi/
Ομώνυμα / Ομόηχα επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
λαδωτήρι ουδέτερο
- εργαλείο ή σκεύος που χρησιμοποιείται για λάδωμα
Συνώνυμα επεξεργασία
Ταυτόσημο επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
λαδωτήρι
|