λήπτρια
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | λήπτρια | οι | λήπτριες |
γενική | της | λήπτριας | των | ληπτριών |
αιτιατική | τη | λήπτρια | τις | λήπτριες |
κλητική | λήπτρια | λήπτριες | ||
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
λήπτρια θηλυκό
- → δείτε τη λέξη λήπτης
Μεταφράσεις επεξεργασία
λήπτρια
|