λάφι
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | λάφι | τα | λάφια |
γενική | του | λαφιού | των | λαφιών |
αιτιατική | το | λάφι | τα | λάφια |
κλητική | λάφι | λάφια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- λάφι < ελάφι
Ουσιαστικό επεξεργασία
λάφι ουδέτερο
- → δείτε τη λέξη ελάφι
Μεταφράσεις επεξεργασία
λάφι
→ δείτε τη λέξη ελάφι |