Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

κότινος < αρχαία ελληνική

  Ουσιαστικό επεξεργασία

κότινος αρσενικό

  1. (στην αρχαιότητα) κλαδί από αγριελιά με το οποίο στεφάνωναν έναν νικητή
  2. (μεταφορικά) η ηθική ικανοποίηση που αισθάνεται αυτός που κατόρθωσε κάτι

  Μεταφράσεις επεξεργασία