κόριζα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | κόριζα | οι | κόριζες |
γενική | της | κόριζας | των | κοριζών |
αιτιατική | την | κόριζα | τις | κόριζες |
κλητική | κόριζα | κόριζες | ||
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- κόριζα < μεσαιωνική ελληνική κόριζα < ελληνιστική κοινή κόρις
Ουσιαστικό επεξεργασία
κόριζα θηλυκό
Μεταφράσεις επεξεργασία
κόριζα
|