κόπτσα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | κόπτσα | οι | κόπτσες |
γενική | της | κόπτσας | των | (κοπτσών) |
αιτιατική | την | κόπτσα | τις | κόπτσες |
κλητική | κόπτσα | κόπτσες | ||
Κατηγορία όπως «νότα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ˈkop.t͡sa/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κόπ‐τσα
Ουσιαστικό επεξεργασία
κόπτσα θηλυκό
- (ενδυμασία) άλλη μορφή του κόπιτσα
Μεταφράσεις επεξεργασία
κόπτσα
|
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ κόπιτσα, κόπτσα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.