κόνδωρ
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | κόνδωρ | οι | κόνδορες |
γενική | του | κόνδορος | των | κονδόρων |
αιτιατική | τον | κόνδορα | τους | κόνδορες |
κλητική | κόνδορ | κόνδορες | ||
Δείτε και το νεότερο «κόνδορας» | ||||
Κατηγορία όπως «αυτοκράτωρ» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- κόνδωρ < (άμεσο δάνειο) ισπανική cóndor < κέτσουα kuntur
Ουσιαστικό επεξεργασία
κόνδωρ αρσενικό
Μεταφράσεις επεξεργασία
κόνδωρ
→ δείτε τη λέξη κόνδορας |