Δείτε επίσης: κώλυμα

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το κόλλημα τα κολλήματα
      γενική του κολλήματος των κολλημάτων
    αιτιατική το κόλλημα τα κολλήματα
     κλητική κόλλημα κολλήματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

κόλλημα < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική κόλλημα

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ˈko.li.ma/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κόλ‐λη‐μα
ομόηχο: κώλυμα

  Ουσιαστικό επεξεργασία

κόλλημα ουδέτερο

  1. ένωση με κολλητική ουσία
    Θέλει γερό κόλλημα για να μη σου ξανασπάσει.
  2. τεχνικό πρόβλημα διακοπής λειτουργίας
    Κόλλημα του κεντρικού υπολογιστή προκάλεσε χάος στο σύστημα.
  3. έμμονη ιδέα
    Έχει φάει κόλλημα με το βικιλεξικό.
  4. επίμονο και εκνευριστικό πλησίασμα κάποιου
    Μετά από τέτοιο πολύωρο κόλλημα, έχασε την υπομονή του.

Συγγενικά επεξεργασία

→ και δείτε τη λέξη κόλλα

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία



Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

κόλλημα < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική κόλλημα

  Ουσιαστικό επεξεργασία

κόλλημα ουδέτερο

  1. κόλλημα
  2. το μέρος όπου γίνεται η επικόλληση
  3. (ιατρική) είδος δερματοπάθειας

Κλιτικοί τύποι επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία



Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική τὸ κόλλημᾰ τὰ κολλήμᾰτ
      γενική τοῦ κολλήμᾰτος τῶν κολλημᾰ́των
      δοτική τῷ κολλήμᾰτ τοῖς κολλήμᾰσῐ(ν)
    αιτιατική τὸ κόλλημᾰ τὰ κολλήμᾰτ
     κλητική ! κόλλημᾰ κολλήμᾰτ
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  κολλήμᾰτε
γεν-δοτ τοῖν  κολλημᾰ́τοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'ὄνομα' όπως «ὄνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

κόλλημα < κολλάω, κολλη- + -μα
ΑΠΟΓΟΝΟΙ: μεσαιωνικά ελληνικά: κόλλημα νέα ελληνικά: κόλλημα

  Ουσιαστικό επεξεργασία

κόλλημα, -ατος ουδέτερο

Συγγενικά επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία