κόλιαντρος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- κόλιαντρος < μεσαιωνική ελληνική κολίαντρον / κορίανδρον / κολίανδρον / κoλιάντρο / κολίαντρο < (ελληνιστική κοινή) κολίανδρον < κορίανδρον < κόριον, υποκοριστικό του κόρις
Ουσιαστικό επεξεργασία
κόλιαντρος αρσενικό
- φυτό της οικογένειας των Σελινοειδών (Coriandrum sativum)
- μπαχαρικό κυρίως από τους σπόρους του φυτού