Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

κόβω τα φτερά: → δείτε τις λέξεις κόβω, τα και φτερά, πληθυντικός του φτερό

  Έκφραση επεξεργασία

κόβω τα φτερά (κάποιου], σε κάποιον)

Άλλες μορφές επεξεργασία

  • του/της/τους κόβω τα φτερά

Συνώνυμα επεξεργασία

Αντώνυμα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία