κωφότητα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- κωφότητα < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική κωφότης από την αιτιατική ενικού «τὴν κωφότητα» < κωφός
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /koˈfo.ti.ta/
- όταν προηγείται [n] όπως η αιτιατική του άρθρου την: ΔΦΑ : /tiŋ‿ɡoˈfo.ti.ta/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κω‐φό‐τη‐τα
Ουσιαστικό επεξεργασία
κωφότητα θηλυκό
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη κουφός
Μεταφράσεις επεξεργασία
κωφότητα
|
Πηγές επεξεργασία
- κωφότητα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
κωφότητα θηλυκό