Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η κωνικότητα οι κωνικότητες
      γενική της κωνικότητας των κωνικοτήτων
    αιτιατική την κωνικότητα τις κωνικότητες
     κλητική κωνικότητα κωνικότητες
Κατηγορία όπως «σάλπιγγα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

κωνικότητα < (διαχρονικό δάνειο) καθαρεύουσα κωνικότης (ήδη το 1897) από την αιτιατική σε -ότητα < κωνικός (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική conicité) [1]

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ko.niˈko.ti.ta/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κω‐νι‐κό‐τη‐τα

  Ουσιαστικό επεξεργασία

κωνικότητα θηλυκό

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία

  1. σελ. 586, Τόμος Α΄ - Κουμανούδης, Στέφανος Αθ. (1900) Συναγωγή νέων λέξεων υπό των λογίων πλασθεισών από της Αλώσεως μέχρι των καθ’ ημάς χρόνων. Τόμοι: 2 (Εισαγωγή,@anemi). Εν Αθήναις: Τύποις Π. Δ. Σακελλαρίου