κωμήτης
Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- κωμήτης < κώμη
Ουσιαστικό επεξεργασία
κωμήτης αρσενικό (θηλυκό: κωμῆτις)
- κάτοικος κώμης, χωριάτης
- (για κάτοικο πόλης) γείτονας
- (γενικότερα) κάτοικος
Δείτε επίσης : κομήτης |
κωμήτης αρσενικό (θηλυκό: κωμῆτις)