Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

κωλύσει

  1. απαρέμφατο αορίστου του ρήματος κωλύω
  2. (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος κωλύω
  3. θα κωλύσει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος κωλύω