κωλόχορτο
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /koˈlo.xoɾ.to/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κω‐λό‐χορ‐το
- παρώνυμο: κωλόχαρτο
Ουσιαστικό επεξεργασία
κωλόχορτο ουδέτερο
- (οικείο) απαξιωτική ή μειωτική αναφορά σε κάποιο χόρτο
Συνώνυμα επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
κωλόχορτο
|