Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

κωλόκαιρος < κωλό- + καιρός

  Ουσιαστικό επεξεργασία

κωλόκαιρος αρσενικό

Συνώνυμα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία