Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το κωλάκι τα κωλάκια
      γενική
    αιτιατική το κωλάκι τα κωλάκια
     κλητική κωλάκι κωλάκια
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

κωλάκι < υποκοριστικό του κώλος

  Ουσιαστικό επεξεργασία

κωλάκι ουδέτερο

  1. μικρός κώλος

Συνώνυμα επεξεργασία

  1. κωλαράκι