Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

κωδικοποιώ < κώδικας + ποιώ

  Ρήμα επεξεργασία

κωδικοποιώ

  Μεταφράσεις επεξεργασία