Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
κυτόχρωμα
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
το
κυτόχρωμα
τα
κυτοχρώμα
τ
α
γενική
του
κυτοχρώμα
τ
ος
των
κυτοχρωμά
τ
ων
αιτιατική
το
κυτόχρωμα
τα
κυτοχρώμα
τ
α
κλητική
κυτόχρωμα
κυτοχρώμα
τ
α
Κατηγορία
όπως «
όνομα
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
κυτόχρωμα
<
κύτταρο
+
χρώμα
Ουσιαστικό
επεξεργασία
κυτόχρωμα
ουδέτερο
(
βιολογία
):
χρωστική
ουσία
πρωτεΐνης
που περιέχει σίδηρο, συμβάλλοντας σε
οξείδωση
.
Μεταφράσεις
επεξεργασία
κυτόχρωμα