κυττοκίνη
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- κυττοκίνη < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό επεξεργασία
κυττοκίνη θηλυκό
- καθεμιά από την ομάδα γλυκοπρωτεϊνών που ρυθμίζουν άνοσες και φλεγμονώδεις αντιδράσεις, ενώ ρυθμίζουν και την αιμοποίηση
Μεταφράσεις επεξεργασία
κυττοκίνη
|