κυτταροταξινόμηση
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | κυτταροταξινόμηση | οι | κυτταροταξινομήσεις |
γενική | της | κυτταροταξινόμησης* | των | κυτταροταξινομήσεων |
αιτιατική | την | κυτταροταξινόμηση | τις | κυτταροταξινομήσεις |
κλητική | κυτταροταξινόμηση | κυτταροταξινομήσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, κυτταροταξινομήσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- κυτταροταξινόμηση < κύτταρο + ταξινόμηση
Ουσιαστικό επεξεργασία
κυτταροταξινόμηση θηλυκό
- (βιολογία): η μέθοδος ταξινόμησης που επιχειρείται με βάση τα χαρακτηριστικά των χρωμοσωμάτων.
Μεταφράσεις επεξεργασία
κυτταροταξινόμηση
|