κυτταροσκελετός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
κυτταροσκελετός αρσενικό
- (βιολογία): το σύνολο μικροσωληναρίων και μικρονηματίων στο κυτόπλασμα των κυττάρων που υπό μορφή δικτύου είναι αυτό που δίνει στο κύτταρο την χαρακτηριστική μορφή του.
Μεταφράσεις επεξεργασία
κυτταροσκελετός
|