Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η κυτοκινίνη οι κυτοκινίνες
      γενική της κυτοκινίνης των κυτοκινινών
    αιτιατική την κυτοκινίνη τις κυτοκινίνες
     κλητική κυτοκινίνη κυτοκινίνες
Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

κυτοκινίνη < κύτταρο + κινώ

  Ουσιαστικό επεξεργασία

κυτοκινίνη θηλυκό

Σημειώσεις επεξεργασία

  • παλαιότερα φερόταν με το όνομα κινητίνη.

  Μεταφράσεις επεξεργασία