κυτοκινίνη
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
κυτοκινίνη θηλυκό
- (βιολογία), (βοτανική): φυτική ορμόνη που προάγει τη διαίρεση των κυττάρων, καθώς και τη διόγκωσή τους κυρίως στους σπόρους και τους καρπούς.
Σημειώσεις επεξεργασία
- παλαιότερα φερόταν με το όνομα κινητίνη.
Μεταφράσεις επεξεργασία
κυτοκινίνη
|