Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η κυτοκίνηση οι κυτοκινήσεις
      γενική της κυτοκίνησης* των κυτοκινήσεων
    αιτιατική την κυτοκίνηση τις κυτοκινήσεις
     κλητική κυτοκίνηση κυτοκινήσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, κυτοκινήσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

κυτοκίνηση < κύτταρο + κίνηση

  Ουσιαστικό επεξεργασία

κυτοκίνηση θηλυκό

  Μεταφράσεις επεξεργασία