Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

κυριεύσει

  1. απαρέμφατο αορίστου του ρήματος κυριεύω
  2. (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος κυριεύω
  3. θα κυριεύσει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος κυριεύω