Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική τὸ κυνηγέσιον τὰ κυνηγέσι
      γενική τοῦ κυνηγεσίου τῶν κυνηγεσίων
      δοτική τῷ κυνηγεσί τοῖς κυνηγεσίοις
    αιτιατική τὸ κυνηγέσιον τὰ κυνηγέσι
     κλητική ! κυνηγέσιον κυνηγέσι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  κυνηγεσίω
γεν-δοτ τοῖν  κυνηγεσίοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

κυνηγέσιον < κυνηγετέω

  Ουσιαστικό επεξεργασία

κυνηγέσιον ουδέτερο

  1. η συνοδεία σκύλων στο κυνήγι
  2. το κυνήγι
     συνώνυμα: κυνηγεσία (ελληνιστική κοινή)
  3. το θήραμα που πιάνεται στο κυνήγι

  Πηγές επεξεργασία