Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

→ λείπει η κλίση

  Ουσιαστικό επεξεργασία

κυνᾱγέτᾱς αρσενικό (θηλυκό κυναγέτις)

Συγγενικά επεξεργασία

→ και δείτε τη λέξη κυναγός, κυνηγός

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία