Δείτε επίσης: συνάγχη, συνάχι

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική η κυνάγχη
      γενική της κυνάγχης
    αιτιατική την κυνάγχη
     κλητική κυνάγχη
Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

κυνάγχη < αρχαία ελληνική κυνάγχη < κύων (: σκύλος) + ἄγχω (: πνίγω) από παραλλαγή σε συνάγχη προέρχεται το συνάχι

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ciˈnaŋ.çi/

  Ουσιαστικό επεξεργασία

κυνάγχη θηλυκό, μόνο στον ενικό

  1. (ιατρική) φλεγμονή του φάρυγγα που προκαλεί δυσκολία στην αναπνοή και την κατάποση, συνάχι
  2. (ειδικότερα) ασθένεια των σκύλων που προκαλεί φλόγωση των πνευμόνων και μπορεί να καταλήξει σε θάνατο

  Μεταφράσεις επεξεργασία