κυνάγχη
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | κυνάγχη | ||
γενική | της | κυνάγχης | ||
αιτιατική | την | κυνάγχη | ||
κλητική | κυνάγχη | |||
Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- κυνάγχη < αρχαία ελληνική κυνάγχη < κύων (: σκύλος) + ἄγχω (: πνίγω) από παραλλαγή σε συνάγχη προέρχεται το συνάχι
Προφορά επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
κυνάγχη θηλυκό, μόνο στον ενικό
- (ιατρική) φλεγμονή του φάρυγγα που προκαλεί δυσκολία στην αναπνοή και την κατάποση, συνάχι
- (ειδικότερα) ασθένεια των σκύλων που προκαλεί φλόγωση των πνευμόνων και μπορεί να καταλήξει σε θάνατο