κυματαγωγή
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
κυματαγωγή θηλυκό
- (ναυτικός όρος, λόγιο) το σπάσιμο των κυμάτων που προκαλεί κάποιο πλεούμενο καθώς κινείται στ’ ανοιχτά
Δείτε επίσης επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
κυματαγωγή
|