κυμάτισμα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ciˈma.ti.zma/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κυ‐μά‐τι‐σμα
Ουσιαστικό επεξεργασία
κυμάτισμα ουδέτερο
- η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του κυματίζω
Άλλες μορφές επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
κυμάτισμα
|