Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η κυλίστρα οι κυλίστρες
      γενική της κυλίστρας των (κυλιστρών)
    αιτιατική την κυλίστρα τις κυλίστρες
     κλητική κυλίστρα κυλίστρες
Κατηγορία όπως «νότα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

κυλίστρα < κυλιστής + κατάληξη θηλυκού -τρα

  Ουσιαστικό επεξεργασία

κυλίστρα θηλυκό

→ δείτε τη λέξη κυλιστής

  Μεταφράσεις επεξεργασία