Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

κυκλώσουν

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' πληθυντικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος κυκλώνω
  2. θα κυκλώσουν: γ' πληθυντικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος κυκλώνω