Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

κυκλώσει

  1. απαρέμφατο αορίστου του ρήματος κυκλώνω
  2. (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος κυκλώνω
  3. θα κυκλώσει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος κυκλώνω