κυκλοφορούν
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Κλιτικός τύπος μετοχής επεξεργασία
κυκλοφορούν
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, ουδέτερου γένους του κυκλοφορών
- ↪ το κυκλοφορούν νόμισμα
Εκφράσεις επεξεργασία
Ρηματικός τύπος επεξεργασία
κυκλοφορούν
- τρίτο πρόσωπο πληθυντικού οριστικής ενεργητικού ενεστώτα του ρήματος κυκλοφορώ
- άλλες μορφές: κυκλοφορούνε, προφορικό: κυκλοφοράνε
Σημειώσεις επεξεργασία
- πολυτονική γραφή: κυκλοφοροῦν