Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο κυβευτής οι κυβευτές
      γενική του κυβευτή των κυβευτών
    αιτιατική τον κυβευτή τους κυβευτές
     κλητική κυβευτή κυβευτές
Κατηγορία όπως «ποιητής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

κυβευτής < αρχαία ελληνική κυβευτής < κυβεύω < κύβος

  Ουσιαστικό επεξεργασία

κυβευτής αρσενικό

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία

  • Πάπυρος–Λαρούς–Μπριτάννικα: Λεξικό της ελληνικής γλώσσας, αρχαίας - μεσαιωνικής - νέας, ερμηνευτικό - ετυμολογικό. Αθήνα: Πάπυρος, 1981‑1994, έκδοση: 2013.