Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο κτηνίατρος οι κτηνίατροι
      γενική του κτηνίατρου
κτηνιάτρου
των κτηνίατρων
κτηνιάτρων
    αιτιατική τον κτηνίατρο τους κτηνίατρους
κτηνιάτρους
     κλητική κτηνίατρε κτηνίατροι
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Κατηγορία όπως «καρδινάλιος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

κτηνίατρος < κτήνος + ιατρός

  Ουσιαστικό επεξεργασία

κτηνίατρος αρσενικό ή θηλυκό

  1. (επάγγελμα) ο επιστήμονας που ασχολείται με την πρόληψη και θεραπεία των ασθενειών των ζώων. Στα καθήκοντά του περιλαμβάνεται και η επιθεώρηση των προϊόντων ζωικής προέλευσης
  2. (στρατιωτικός βαθμός) βαθμός του Υγειονομικού Σώματος του Ελληνικού Στρατού (ξηράς), αντίστοιχος του ιατρού

Δείτε επίσης επεξεργασία

για στρατιωτικό βαθμό:

  Μεταφράσεις επεξεργασία