Ρηματικός τύπος

επεξεργασία

κτίσετε

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' πληθυντικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος κτίζω
  2. θα κτίσετε: β' πληθυντικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος κτίζω