Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

κρυόμετρον, ήδη το 1884 [1] < κρυό- + -μετρον → και δείτε τη λέξη κρυόμετρο

  Ουσιαστικό επεξεργασία

κρυόμετρον ουδέτερο

  Αναφορές επεξεργασία

  1. σελ. 575, Τόμος Α΄ - Κουμανούδης, Στέφανος Αθ. (1900) Συναγωγή νέων λέξεων υπό των λογίων πλασθεισών από της Αλώσεως μέχρι των καθ’ ημάς χρόνων. Τόμοι: 2 (Εισαγωγή,@anemi). Εν Αθήναις: Τύποις Π. Δ. Σακελλαρίου

  Πηγές επεξεργασία