κρυσταλλονομία
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- κρυσταλλονομία < κρύσταλλος + -νομία
Ουσιαστικό επεξεργασία
κρυσταλλονομία θηλυκό
- επιστήμη που μελετά τους νόμους της κρυστάλλωσης
Μεταφράσεις επεξεργασία
κρυσταλλονομία
κρυσταλλονομία θηλυκό