κρουασανάκι
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | κρουασανάκι | τα | κρουασανάκια |
γενική | — | — | ||
αιτιατική | το | κρουασανάκι | τα | κρουασανάκια |
κλητική | κρουασανάκι | κρουασανάκια | ||
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- κρουασανάκι < κρουασάν + υποκοριστικό επίθημα -άκι
Ουσιαστικό επεξεργασία
κρουασανάκι ουδέτερο
- υποκοριστικό του κρουασάν
Μεταφράσεις επεξεργασία
κρουασανάκι
|