κριτικάρισμα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
κριτικάρισμα ουδέτερο
- η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του κριτικάρω
Μεταφράσεις επεξεργασία
κριτικάρισμα
|
- ↑ κριτικάρισμα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας