Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

κρητίς < λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

κρητίς θηλυκό

  1. η κιμωλία
  2. εύθριπτος, λεπτόκοκκος, πορώδης ασβεστόλιθος

  Μεταφράσεις επεξεργασία