κρηπιδότοιχος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
κρηπιδότοιχος ουδέτερο
- τοίχος που προστατεύει από κύματα κατά μήκος προβλήτα
- ※ Προστασία, κατά μήκος, του πόδα του κρηπιδότοιχου και της λιθορριπής έδρασης με τη χρήση τεχνητών ογκολίθων ποδός και πρίσματος λιθορριπής θωράκισης κατάλληλης διαβάθμισης, για μήκος 35μ (Επισκευή Κρηπιδότοιχων, Λιμένας Νήσου Καλύμνου, αναφέρεται σε έργο που υλοποιήθηκε το 2010, ανακτήθηκε 28/11/2021 [1])
Μεταφράσεις επεξεργασία
κρηπιδότοιχος
|