κρεοσκόπηση
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | κρεοσκόπηση | οι | κρεοσκοπήσεις |
γενική | της | κρεοσκόπησης* | των | κρεοσκοπήσεων |
αιτιατική | την | κρεοσκόπηση | τις | κρεοσκοπήσεις |
κλητική | κρεοσκόπηση | κρεοσκοπήσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, κρεοσκοπήσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
κρεοσκόπηση
- συνώνυμο του κρεοσκοπία
Μεταφράσεις επεξεργασία
κρεοσκόπηση
|