Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
κρεβάτωμα
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
το
κρεβάτωμα
τα
κρεβατώμα
τ
α
γενική
του
κρεβατώμα
τ
ος
των
κρεβατωμά
τ
ων
αιτιατική
το
κρεβάτωμα
τα
κρεβατώμα
τ
α
κλητική
κρεβάτωμα
κρεβατώμα
τ
α
Κατηγορία
όπως «
όνομα
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
κρεβάτωμα
<
κρεβατώνω
Ουσιαστικό
επεξεργασία
κρεβάτωμα
ουδέτερο
η αναγκαστική παραμονή στο κρεβάτι λόγω αρρώστιας
Μεταφράσεις
επεξεργασία
κρεβάτωμα