κρατερώς
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- κρατερώς < αρχαία ελληνική κρατερῶς
Επίρρημα επεξεργασία
κρατερώς
- (λόγιο) με κρατερό τρόπο, με κρατερότητα
Άλλες μορφές επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
κρατερώς
|
Δείτε επίσης : κρατερῶς |
κρατερώς
|