Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

κούσπος < λατινικά cuspis (αιχμή, άκρο)

  Ουσιαστικό επεξεργασία

κούσπος αρσενικό

  1. (κυπριακά) μυτερό τσαπί, ο κασμάς
  2. (κυπριακά) μεταφορικά ο βλάκας

  Μεταφράσεις επεξεργασία