κούσπος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- κούσπος < λατινικά cuspis (αιχμή, άκρο)
Ουσιαστικό επεξεργασία
κούσπος αρσενικό
- (κυπριακά) μυτερό τσαπί, ο κασμάς
- (κυπριακά) μεταφορικά ο βλάκας
Μεταφράσεις επεξεργασία
κούσπος
|
κούσπος αρσενικό
|