Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η κούρνια οι κούρνιες
      γενική της κούρνιας
    αιτιατική την κούρνια τις κούρνιες
     κλητική κούρνια κούρνιες
Προφέρεται με συνίζηση στην κατάληξη ως παροξύτονο.
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

κούρνια < παλαιοσλαβικής προέλευσης kurnija[1] (δεν υπάρχει ετυμολογική σχέση με το ουσιαστικό κουρνιαχτός)

  Ουσιαστικό επεξεργασία

κούρνια θηλυκό

  1. ράβδος πάνω στην οποία κουρνιάζουν πουλιά (κότες κ.λπ.)
  2. (κατ’ επέκταση) κοτέτσι
  3. άλλη μορφή του κούρνιασμα

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία