Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
κούρμπα
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
κούρμπα
<
λατινικά
:
curvus
(la)
κυρτωμένος, κυρτός, καμπτός
Ουσιαστικό
επεξεργασία
κούρμπα
θηλυκό
η καμπή, το κύρτωμα του τροχού, της καμάρας κ.α.
Μεταφράσεις
επεξεργασία
κούρμπα
γαλλικά
:
courbe
(fr)
ιταλικά
:
incurvatura
(it)