Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

κούρμπα < λατινικά: curvus (la) κυρτωμένος, κυρτός, καμπτός

  Ουσιαστικό επεξεργασία

κούρμπα θηλυκό

η καμπή, το κύρτωμα του τροχού, της καμάρας κ.α.

  Μεταφράσεις επεξεργασία