κούρβα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | κούρβα | οι | κούρβες |
γενική | της | κούρβας | — | |
αιτιατική | την | κούρβα | τις | κούρβες |
κλητική | κούρβα | κούρβες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- κούρβα < μεσαιωνική ελληνική κούρβα < σλαβικής προέλευσης курва < πρωτοσλαβική *kury < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *kowr- (Χρειάζεται τεκμηρίωση…)
Ουσιαστικό επεξεργασία
κούρβα θηλυκό
- (ιδιωματικό, υβριστικό) ξεδιάντροπη γυναίκα, παλιογυναίκα, πόρνη, σκρόφα, σκύλα
- ※ τα μάτια της ολάνοιχτα, τα πόδια της παρμένα, | και βασιλιάδων που είτανε με την Κακία και πάντα, | την κούρβα τη χυτρόχειλη και τη χαμηλοφρύδα
- Κωστής Παλαμάς, Η φλογέρα του Βασιλιά (1910)
- ※ τα μάτια της ολάνοιχτα, τα πόδια της παρμένα, | και βασιλιάδων που είτανε με την Κακία και πάντα, | την κούρβα τη χυτρόχειλη και τη χαμηλοφρύδα
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
κούρβα
|
Πηγές επεξεργασία
- Πέτρος Βλαστός, Συνώνυμα και συγγενικά. Τέχνες και σύνεργα (Αθήνα: Τυπογραφείο «Εστία», 1931), σ. 159. Στην Ψηφιακή Βιβλιοθήκη Νεοελληνικών Σπουδών Ανέμη.
- Κοντομίχης, Πανταζής (2001). Λεξικό του λευκαδίτικου γλωσσικού ιδιώματος (Ιδιωματικό - ερμηνευτικό - λαογραφικό) [Λαογραφικά Λευκάδας, αρ. 7], Αθήνα: Εκδόσεις Γρηγόρη.
- Επιτροπής Φιλολόγων (χ.χ. [≈1961]), Σύγχρονον λεξικόν της ελληνικής γλώσσης. Αθήνα: Άτλας, σελ. 1086.